2/6/12

Το τηλέφωνο ΙΙ


Συνήθως στις ιστορίες μου δεν υπάρχει τέλος ή μάλλον στο τέλος υπάρχει η "ανατροπή", αφήνοντας έτσι μια απροσδιόριστη και γλυκόπικρη αίσθηση. Διαβάζοντας ξανά τα σχόλια στο "Τηλέφωνο", αναφέρθηκε κάπου η πενταετία, και επειδή πέρασαν πέντε χρόνια από τότε που αγόρασε ο ήρωας το τηλέφωνο, σκέφτηκα να δώσω με μια συνέχεια το τέλος. Αλλά τελικά υπάρχει κανείς που μπορεί να σου εγγυηθεί πως υπάρχει τέλος; 


Ο επίμονος ήχος του κινητού -που θύμιζε πεινασμένο κουνούπι να κόβει βόλτες στα σκοτάδια πάνω απ' το κεφάλι σου-, τού υπενθύμιζε πως ήταν ώρα να εγκαταλείψει το κρεβάτι. Όχι πως αν καθυστερούσε λίγο παραπάνω μπερδεμένος στα σεντόνια, με το ένα μαξιλάρι ανάμεσα στα πόδια και το άλλο αγκαλιά, το κρεβάτι θα είχε τον τρόπο να τον ξεφορτωθεί, αλλά τον περίμενε και ένα γραφείο που του έδινε την δυνατότητα να συντηρεί μια άνετη ζωή. 

Άπλωσε το χέρι και απενεργοποίησε το ξυπνητήρι πατώντας απεγνωσμένα στην τύχη πλήκτρα, εστίασε για λίγο νωχελικά το βλέμμα στις κουκκίδες σκόνης που σαν σε σκηνή αποκάλυψης αιωρούνταν εγκλωβισμένες σε μια ακτίνα ήλιου που είχε τρυπώσει απ΄το παραθυρόφυλλο και μπήκε στο μπάνιο. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, ξύρισε το πρόσωπό του -που της Δευτέρας τα πρωινά έμοιαζε με ναυαγού- και απόλαυσε το τζελ ξυρίσματος με βάση τα βότανα, δροσερό να ανακουφίζει την ερεθισμένη του επιδερμίδα. 

Συνδύασε ένα ανοιχτόχρωμο φινετσάτο κοστούμι με μια μπορντό ανάγλυφη με σχέδια γραβάτα, φόρεσε τα αγαπημένα του χειροποίητα δερμάτινα παπούτσια και με τον παραγεμισμένο χαρτοφύλακα ανά χείρας πήρε το δρόμο για το γραφείο. 

Το διάλειμμα τον βρήκε απρόσμενα με ευχάριστη διάθεση να απολαμβάνει έναν φυσικό χυμό πορτοκάλι σε δροσερό κήπο παρακείμενου καφέ. Ανταπέδωσε στο χαμόγελο της νόστιμης σερβιτόρας, χάζεψε λίγο το ζευγάρι στο δίπλα τραπέζι που ζούσε στο δικό του ροζ σύννεφο, μύρισε το πρώτο άρωμα των ανοιξιάτικων λουλουδιών απ' το μικρό παρτέρι, αγνόησε το πνιχτό βουητό της πόλης και αφέθηκε στην γαλήνη της στιγμής... 

Και μέχρι εκείνη την στιγμή, η ύπαρξή της ήταν απούσα από τις σκέψεις του -λες και κάποιος χειρούργος πραγματοποίησε επέμβαση στο κεφάλι του, εντόπισε τον όγκο δεδομένων της και τον αφαίρεσε. Ναι, πέρασαν πέντε χρόνια σιωπής, πέντε χρόνια προσμονής. Πέντε δωδεκάποντα καρφιά στο πληγωμένο του κορμί, που τον κρατούσαν καθηλωμένο στο σταυρό μιας εμμονής, ξεδιψώντας γευόμενος τη πικρία με ένα σφουγγάρι βουτηγμένο σε ψέμματα και υποσχέσεις. 

Πλήρωσε το λογαριασμό, διέσχισε τον μικρό κήπο και αναμείχθηκε με το πλήθος που γέμιζε τα πεζοδρόμια. Και δεν είχε το τηλέφωνο μαζί του...

Η εμμονή, κρυμμένη καλά στη σκιά της καλής του διάθεσης, παραφύλαγε να πάρει την εκδίκησή της, ενώ το ξεχασμένο κινητό στο σπίτι κτυπούσε ξανά και ξανά... 




 Στη μουσικούλα ακούμε τους Cure και το Boys Don't Cry ...σταθερή αξία.

ΥΓ. Natalia, μου έγραφες τότε σε σχόλιο "τρία χρόνια είναι νωρίς, στην πενταετία το ξανασυζητάμε", περίμενες ποτέ να περάσουν τόσα χρόνια;